ἀκέᾱνος, -ου, ὁ
• Grafía: acent. -ός Ael.Dion.α 63


bot., cierto tipo de legumbre Pherecr.201, cf. ἀκεανοί· τὰ ἐν τοῖς φακοῖς στρογγύλα καὶ δυσκάτακτα ὄσπρια Ael.Dion.l.c., cf. Hsch.