ἀκέστωρ, -ορος


1 sanador, curador Φοῖβος E.Andr.900, οἶκος ἀ. hospital Paul.Sil.Soph.799.

2 subst. ὁ ἀ. médico (τὰ φάρμακα) τοῖς δ' ὑπὸ νούσου τειρομένοις ἐπάγουσιν ἀκέστορες Gr.Naz.M.37.1486, cf. Et.Gen.α 311, Et.Sym.α 378.