< Ἀκεράτειον
ἀκεραύνωτος >
ἀκέρατος
,
-ον
sin cuernos
Pl.
Plt
.265c,
ἀγέλη
Arist.
HA
501
a
14,
βοῦς
Cat. en
Par.Pal
.21.