ἀκάνθιον, -ου, τό
I espina
ὡς ἀκάνθια διὰ τῶν μητρέων ἰέναιHp.Mul.1.36,
ἐν ἐνίοις (τοῖς ἰχθύσιν) κατὰ τὴν σάρκα κεχωρισμένα ἀκάνθια λεπτάArist.HA 516b19, cf. Artem.1.31 (cf. ἀχάντιον).
II bot.
1 cardo borriquero, Onopordon illyricum o acanthium Dsc.3.16.
2 acacia, Acacia albida Plin.HN 24.108,
τῶν ... ἐρικίνων φυτῶν καὶ ἀκανθίωνPStras.555.11 (III d.C.).