< ἀκαλῠφής
ἀκάλως >
ἀκάλυφος
,
-ον
1
desnudo
ἀ. κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι
T.Reub
.3.13.
2
prob.
descubierto
,
al aire libre
ἀνδριάς
Hippobotus en D.L.8.72.