< ἀκακέμφατος
Ἀκακήσιος >
ἀκάκης
,
-ου
• Alolema(s):
dór.
ἀκάκᾱς
• Prosodia:
[-κᾰ-]
benéfico
ἀ. ἄμαχος βασιλεύς
A.
Pers
.855,
de Hades
IG
7.117.3 (Mégara, imper.).