ἀκυρόω
1 anular
ψήφισμαDin.1.63,
δόγμαD.S.16.24,
νόμισμαPlu.Lyc.9,
τὰς παρανομίαςD.H.2.72, cf. BGU 1053.2.14 (I a.C.),
τὸ δάνειονPOxy.2111.4 (II d.C.),
ἐντολάςI.AI 18.304, en v. pas.
ἠκυρῶσθαι τὰς ... ἐκγραφὰς καὶ ὀφειλήμ[αταIEphesos 8.29 (I a.C.)
•fig. dejar sin fuerza
τὸν τῶν παθῶν οἶστρονLXX 4Ma.2.3.
2 negar, no considerar válido, rechazar
τὸν κατὰ τὴν ὁμοιότητα τρόπον τῆς σημειώσεωςPhld.Sign.30.33,
τὸν λόγον τοῦ θεοῦEu.Matt.15.6, en v. pas.
ταῦτα ἠκύρωται τὰ ἐλεγεῖαStr.8.4.10.