< ἀκύρβιστος
ἀκύρημα >
ἀκυρέω
anular
,
cancelar
ὅταν τὰ ὑπὸ τῶν πενήτων ὀφειλόμενα ... ἀκυρῆται
Hsch.
χ
704, cf. ἀκυρόω.