< ἀκύκλωτος
ἀκυλάντως >
ἀκυλαῖον
,
-ου, τό
bot.
bellota
de encina
ξύλα καρπὸν ἔχοντα διογνήτων ἀκυλαίων
Orác. en Porph.
Fr
.329.