< ἀκτινείδωλον
ἀκτῑνηβολίη >
ἀκτίνη
,
-ης, ἡ
bot. otro n. de βούνιον o ἄκτιον
topana
,
Bunium ferulaceum
Sibth. Sm.
, Ps.Dsc.4.123.