< ἀκτῑνηβολίη
ἀκτινοβολέω >
ἀκτινηδόν
adv.
a la manera de rayos
Αἰθίοπες ... περιδέοντες αὐτῇ (κεφαλῇ) ἀκτινηδὸν τὰ βέλη
Luc.
Salt
.18.