< ἀκράτεια
ἀκρατευτής >
ἀκρᾰτεύομαι
ser incontinente
,
ser vicioso
Arist.
EN
1145
b
22, Men.
Fr
.591
•
c. ac.
τῶν ἀκρασιῶν ἣν οἱ μελαγχολικοὶ ἀκρατεύονται
Arist.
EN
1152
a
28.