< ἀκρᾰσία
ἀκράσπεδος >
ἀκρᾰσίων
,
-ωνος
incontinente
,
inmoderado
ὀ]λβοθύλακ[ο]ν λάρον τε καὶ ἀκρασίωνα ... Ξένωνα
Cerc.1.42.