< ἀκροχᾰνής
ἀκροχειριασμός >
ἀκρόχειρ
,
-χειρος, ὁ
• Morfología:
[gen. plu. -χέρων
Hymn.Id.Dact
.13]
asesino
,
Hymn.Id.Dact
.l.c.,
EM
α
723, cf. ἀκρόχειρος.