< ἀκροσκόλιος
ἀκροσπάθια >
ἀκρόσοφος
,
-ον
que sobresale en sabiduría
στρατός
Pi.
O
.11.19,
στόματα
Lyr.Adesp
.90.1,
ἀνήρ
D.H.
Dem
.51.6.