< ἀκριβάζω
ἀκριβασμός >
ἀκρίβασμα
,
-ματος, τό
1
exactitud
τῆς ἀληθείας
Epiph.Const.
Haer
.23.5.2
•
rigor
Epiph.Const.
Haer
.59.7.
2
mandato
Aq.
De
.6.17.