ἀκράαντος, -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido
ἔργονIl.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras
ἔπε' ἀκράαντα φέροντεςOd.19.565, cf. Q.S.7.522,
μυθέαι ἀκράαντονOd.2.202,
ἄεθλονA.R.1.469,
(ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείηA.R.3.691, cf. ἄκραντος.