ἀκρωτηριάζω


I formar un cabo Plb.4.43.2, τὸ Σούνιον Str.2.1.40.

II 1cortar los acroterios, los mascarones de los barcos τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν Hdt.3.59, ναῦς ἠκρωτηριασμένας Ath.535c, v. med. τὰς τριήρεις X.HG 6.2.36.

2 mutilar c. ac. de pers. πολλοὺς τῶν Σελευκέων Plb.5.54.10, τοὺς ταλαιπώρους Plb.1.80.13, τὰ σώματα Ph.2.211, 2.478, c. ac. de la parte ῥίνας Clearch.46, de la circuncisión ὄργανον Ph.2.211, v. med. τὰ τοῦ σώματος μέλη ἀκρωτηριαζόμεθα LXX 4Ma.10.20, abs. D.S.34.8
de estatuas τὰ θεῶν ἀγάλματα ref. a la mutilación de los Hermes, Luc.Am.24, en una inscripción sobre una estatua μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε IG 22.13228, en v. pas. τῶν πλείστων (τῶν Ἑρμῶν) ἀκρωτηριασθέντων τὰ πρόσωπα Plu.Alc.18, ἠκρωτηριασμένος op. ὁλόκληρος Polem.Call.44
fig. τὴν Ῥώμην ἠκρωτηρίασεν D.C.77.6.1, en v. med. ἠκρωτηριασμένοι τὰς αὑτῶν ... πατρίδας han mutilado a sus patrias de traidores, D.18.296
en v. pas., c. ac. de rel. verse privado de ἠκρωτηριάσθη μὲν ἡ βουλὴ τοὺς εὐδοκιμωτάτους Philostr.VA 7.4
en lit. y ret., de un tratado o escrito mutilar, suprimir ἀ. αὐτῆς (sc. τέχνης ἀριθμητικῆς) τὰ προηγούμενα Iambl.in Nic.5, de una frase ἀκρωτηριάζει τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4.

3 medic. amputar ἀκρωτηριαζέσθω ὁ δάκτυλος ἀπὸ τῶν ὑγιῶν Heliod. en Orib.45.14.4.

4 fig. rebajar, quitar importancia, desfigurar ἀ. πρᾶγμα ante una autoridad judicial POxy.237.6.7 (II d.C.), θείαν φύσιν Heraclit.All.26, τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr.34.8.