ἀκρούλιον, -ου, τό
• Alolema(s): ἀκρόλλιν Stud.Pal.20.245.19 (VI d.C.)


sent. dud., quizás orla o adorno semejante prob. a un encaje ἄλλον μαλλωτὸν (καρακάλλιον) ... ῥούσιον ἔχον ἀ. Stud.Pal.l.c., σκέπασμα ... ἔχον μαῦρον ἀ. PLugd.Bat.25.13.22 (VII/VIII d.C.), cf. PApoll.104.11, 12 (VIII d.C.), vendido al peso ἀκρου(λίου) διαφα(νοῦς) (οὐγκίαι) β (γράμμα) α SB 15248.4 (VI d.C.), cf. ἀκρουλλ(ᾶτος).