ἀκροχλίαρος, -ον
• Alolema(s): acent. -χλιαρός Dsc.2.50; ἀκροχλίερ- Hp.
1 tibio
ὀξύμελιHp.Acut.58, cf. Fist.7, Dsc.l.c.,
λίνου σπέρμαHp.Acut.(Sp.) 18.
2 adv. -ως tibiamente Hp.Mul.2.204.
ὀξύμελιHp.Acut.58, cf. Fist.7, Dsc.l.c.,
λίνου σπέρμαHp.Acut.(Sp.) 18.