ἀκροστίχιον, -ου, τό


1 acróstico, Orac.Sib.8.249, 11.17.

2 estribillo τις τοὺς τοῦ Δαυὶδ ψαλλέτω ὕμνους, καὶ ὁ λαὸς τὰ ἀκροστίχια ὑποψαλλέτω Const.App.2.57.6.