< Ἄκρος
ἀκροσίδᾱρος >
ἀκροσαπής
,
-ές
ligeramente pasado
o
macerado
σιτίον
Hp.
Alim
.41, cf.
ἀ.· τὸ ἐπιπολῆς μεταβεβληκός
Gal.19.73.