ἀκρονάρια, -ων, τά


1 manitas de cordero o cabrito ἐρίφου κεφαλὴ μετὰ τῶν ἀκρονάριων Pelagon.531, ἀ. προβάτεια Hippiatr.64.2, cf. ἄκρων.

2 prob. lonchas de jamón Sch.Luc.Lex.6.