< ἀκρόνομος
ἀκρονύκτιος >
ἀκρονυγῶς
adv.
tocándose los bordes
(βλέφαρα) συμβάλλοντα ἀλλήλοις πυκνῶς καὶ ἀ.
Gal.14.701.