< ἀκροκόρυμβος
ἀκροκυματόω >
ἀκροκόρυφος
,
-ον
culminante
,
Tz.Comm
.Ar.2.660.18
•
subst. τὸ ἀ.
colmo
,
Tz.Comm
.Ar.2.670.13.