< ἀκροβύθιος
ἀκροβυστία >
ἀκροβύστης
,
-ου, ὁ
incircunciso
Ἀδάμ ... ἀ. μὲν τῇ σαρκί, οὐκ εἰδωλολάτρης δὲ ᾖν
Epiph.Const.
Haer
.2.4.