ἀκροβολή, -ῆς, ἡ


1 lanzamiento, disparo τῶν ὀργάνων τῶν λυσστρικῶν αἱ μυρίαι ἀκροβολαί POxy.1873.3 (V d.C.).

2 rayo de sol, Hsch.s.u. ἀκροβολαί.