< ἀκροβελής
ἀκροβηματίζω >
ἀκροβελίς
,
-ίδος, ἡ
• Prosodia:
[-ῐ-]
1
punta de asador
Archipp.9, cf.
ἀκροβελίδες· ἄκρα τοῦ ὀβελίτου ἄρτου ἢ τῶν ὀβελίσκων
Hsch.
2
cierto
dardo
Sud.