< ἀκρατόμελι
ἀκρατοποτέω >
ἀκρατοποσία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
jón.
ἀκρητοπσίη
acción de beber vino puro
Hdt.6.84, Hp.
Aph
.6.31, Satyr.
Fr.Hist
.1, Plb.8.9.4, Plu.
Alex
.70.