ἀκονάω
• Alolema(s): ἀκονέω Arist.Pr.964b36
1 afilar
μαχαίραςA.Fr.705,
λόγχηνX.Cyr.6.2.33,
σμίληνHerod.7.119,
τοὺς ὀδόνταςAesop.252,
πρίων ἀκονώμενοςArist.Pr.886b10,
ἅρπη ἠκονημένηSosith.2.18, tb. v. med.
ἀκονᾶσθαι λόγχας καὶ μαχαίραςX.HG 7.5.20.
2 fig. aguzar
τὰς γλώσσαςLXX Ps.63.4,
γλῶσσαν ἠκονημένοςafilado de lengua, Trag.Adesp.423, tb. v. med.
γλῶττανPh.2.191,
ψυχὴν ἐπὶ τὸ πονεῖνX.Oec.21.3,
διάνοιανPh.2.367
•incitar D.25.46,
θυμοὺς ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐλευθερίας ... ἠκόνησανDemad.87.17,
τοὺς κατ' ἀλλήλων θυμούςPlb.23.11.8,
πρὸς εὐτολμίανCyr.Al.Luc.1.74,
εἰς φιλεργίανCyr.Al.Luc.2.103.