ἀκοντιστήρ, -ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I
•que dispara dardos fig. c. gen.
μαζοὶ ἀκοντιστῆρες ἘρώτωνNonn.D.7.264,
ἀ. κεραυνοῦNonn.D.34.61.
2 prob. surtidor o caño para beber
ἀκοντιστῆρες μόλυβοι δύοIEphesos 3214.16 (rom.).
II adj. arrojadizo
τρίαιναOpp.H.5.535,
λᾶαςNonn.D.30.230,
σίδηροςNonn.D.22.368.