ἀκονιτί
• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ασσκονικτει CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos
Πυθοῖ πὺξ ἀ.SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.),
τοὺς ἀ. ... τοὺς διὰ μάχης νικῶνταςX.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
•gener. sin lucha, sin esfuerzo
τὴν νίκην ... τίθεσθαιTh.4.73,
νίκην νενικηκώςAeschin.1.64,
εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀ.D.18.200,
τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖνPlb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3,
παραλαμβάνειν τὴν πόλινI.BI 1.304,
κρατεῖν ἁπάντωνLuc.DMort.23.1,
εὐδαίμων οὗτος ἀ. τρυφῶνLib.Decl.29.6,
ἀ.· ἄνευ πόνουEM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.