< ἀκκιπήσιος
ἀκκιστικός >
ἀκκισμός
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
ἀκισ-
Sch.A.
Eu
.206 (p.213)
gazmoñería
,
remilgo
Philem.3.14, Ph.4.190, Luc.
Am
.4, Hld.6.4.1, Hsch.