ἀκηδιάω
• Alolema(s): contr. -ῶ
1 descuidarse
βλέπε μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεωςZos.Alch.133.20.
2 estar triste, angustiarse
πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μουLXX Ps.60.3.
3 desanimarse
μὴ ἀκηδιῶμεν πρὸς τὰ παρόνταBasil.M.32.584B
•encontrarse en estado de acidia
ἀκηδιῶν οὖν καθ' ἑαυτόνPall.H.Laus.21.3
•estar hastiado Chrys.M.59.322,
ἐὰν γὰρ θελήσωμεν ἐσθίοντες κορεσθῆναι, ταχέως ἀκηδιάσαντες ἐφ' ἑτέραν τραπησόμεθα ἐπιθυμίανMarc.Er.Iei.1.10.