< Ἀκέσων
ἀκεύω >
ἀκεύθω
• Prosodia:
[ᾰ-]
tutelar
,
actuar como guardián
ἡ]δίστης κούρης τ[άδε λ]είψανα βωμὸς ἀκεύθει
RECAM
2.234 (I d.C.).