< Ἀκέστης
ἀκεστικός >
ἀκεστίδες
,
-ῶν, αἱ
barras
κεραῖαι σιδηραῖ ... ἀ. ὑπὸ τῶν μεταλλουργῶν καλούμεναι
Dsc.5.74.3.