< ἀκερσεκόμης
ἀκερσίλα· >
ἀκερσίκομος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
de larga cabellera
,
intonso
κάρηνον
Nonn.
D
.10.29,
ἔθειρα
Nonn.
D
.14.232.