ἀκεραιόομαι
• Alolema(s): act. ἀκεραιόω Theodos.Gr.Sp.80.25
I
σῖτοςSB 12256.4 (VI d.C.)
•fig. ser íntegro, estar limpio o libre de culpa, SB 14401.29 (II d.C.).
2 estar íntegro, sano de un tuerto
ἄνδρα μὴ ἀκεραιούμενον τὴν συζυγίαν τοῖν ὀφθαλμοῖνEust.277.16.
II act., fig. preservar, conservar íntegro
δύναμιν καὶ λόγον ἀκερεῶσαι (sic) ... δυνατὸν μετὰ μόνου τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ῥήματοςTheodos.Gr.l.c.