< ἀκέραιος
ἀκεραιότης >
ἀκεραιοσύνη
,
-ης, ἡ
candidez
,
inocencia
ὡς ἐν ἀκεραιοσύνῃ πιστεύει ὁ λαός
Ep.Barn
.3.6, cf. 10.4, cf. Sud.