< ἀκειρεκόμης
ἀκεκρυμμένως >
ἀκειρέκομος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀκειρόκ-
EM
α
719
frondoso
φύλλα
Apoll.
Met.Ps
.1.8, cf.
EM
l.c.