ἀκατόπτευτος, -ον
1 inadvertido
μὴ νόμιζε ... τὸ σφάλμα ἀκατόπτευτονRom.Mel.43.ιβʹ.3.2.
2 astrol. que no está en aspecto del planeta Venus, Paul.Al.70.4, de Saturno, Marte y el Sol, Paul.Al.73.3.
μὴ νόμιζε ... τὸ σφάλμα ἀκατόπτευτονRom.Mel.43.ιβʹ.3.2.