< ἀκαταφόρητος
ἀκαταφρόνητος >
ἀκατάφρακτος
,
-ον
milit.
que no está protegido con mallas
o
armaduras
,
ligero
τὸ ἱππικόν op. κατάφρακτον
Sud.s.u.
ἱππική
.