ἀκατάτριπτος, -ον
1 inagotable
ἀκατάτριπτα χορήγια καὶ χειρῶν πλῆθοςPlb.3.89.9.
2 sin desgaste
εὐκίνητός τε ἅμα καὶ ἀ. ἅπασα διάρθρωσις τῶν ὀστῶνGal.3.42
•incólume
γλῶτταPall.H.Laus.21.3.
3 inextricabilis, Gloss.2.81.
ἀκατάτριπτα χορήγια καὶ χειρῶν πλῆθοςPlb.3.89.9.
εὐκίνητός τε ἅμα καὶ ἀ. ἅπασα διάρθρωσις τῶν ὀστῶνGal.3.42
γλῶτταPall.H.Laus.21.3.