ἀκατάτακτος, -ον


1 no comprometido, no asignado subst. τὰ ἀκατάτακτα fondos sin asignar ἐκ τῶν ἀκατατάκτων ID 442A.96, 120 (II a.C.)
no organizado op. κατατεταγμένος: αἱ κατατεταγμέναι μονάδες εἰκόνες εἰσὶ τῶν ἀκατατάκτων Procl.in Prm.727, cf. Simp.in Cat.27.23, 53.8, 56.2.

2 independiente, no comprometido de la unidad ἄσχετον εἶναι καὶ ἀκατάτακτον ἐν πάσαις ταῖς τοῦ ἑνοειδοῦς διαιρέσεσιν Dion.Ar.EH 76.10.

3 desordenado Dexipp.in Cat.26.9.