ἀκατάστροφος, -ον
I
περίοδοςD.H.Comp.22.42.
2 que nunca acaba, ilimitado
ἀπέρατόν τι καὶ ἀκατάστροφον ἡ γεωργία ἦνFauorin.Fr.107.
II adv. -ως sin fin Chrysipp.Stoic.2.273, Alex.Aphr.Fat.44.4.
περίοδοςD.H.Comp.22.42.
ἀπέρατόν τι καὶ ἀκατάστροφον ἡ γεωργία ἦνFauorin.Fr.107.