< ἀκαταπληξία
ἀκαταπολέμητος >
ἀκατάπλοκος
,
-ον
sent. dud.
no implicado
o
complicado
en algún asunto
εἵνα ἀκατάπλοκόν σε ποι<ή>σῃ
PPrincet
.70.9 (II/III d.C.) en
BL
11.182.