ἀκατάλλακτος, -ον


1 irreconciliable ἐχθρός Zaleuc.543, cf. D.S.12.20, ὀργή D.C.44.46.6.

2 adv. -ως irreconciliablemente πολεμεῖν Anaximen.11b.4, πρὸς τοὺς αἰτίους ἀ. διακείμεθα Plb.11.29.13, ἔχειν Ph.1.507, D.C.46.28.2.