ἀκατηγόρητος, -ον


I 1jur., de pers. que no está acusado, libre de acusaciones ἀ. καὶ ἀνεπίλημπτος PTeb.5.47 (II a.C.), PMeyer 1.1.21 (II a.C.), I.AI 17.315
de abstr. impune οὐκ ἐάσομεν τὴν Παυσανίου κακίαν ... ἀκατηγόρητον D.S.11.46
jur. acusado sin formación de juicio ἀκατηγόρητοί τε ... ἐκτείνοντο Procop.Arc.20.12.

2 ref. la conducta irreprochable ὁ δὲ τελευτήσας ἀ. Phalar.Ep.10, cf. SEG 8.531.40 (Afroditópolis I a.C.), ἄμεμπτον καὶ [ἀ]κ[α]τηγόρητον ἑαυτὴν παρεχομέ[νην ἐν τῇ συμβιώσει PStras.130.14 (IV d.C.), cf. BGU 183.8 (I d.C.)
crist. inocente de pecado τὰ αὐτῆς οἰκειούμενος ἀ. πάθη Cyr.Al.M.75.429A.

II adv. -ως irreprochablemente νῦν μὲν γὰρ ὡς ἄνθρωπος ἀ. προσκυνεῖ Cyr.Al.M.73.312D.