ἀκατασχεσία, -ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol
ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείωνHeph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).
ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείωνHeph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).