< ἀκατασκήνωτος
ἀκατάσκιος >
ἀκατασκίαστος
,
-ον
limpio de sombra
,
claro
γυμνὸν καὶ ἀκατασκίαστον βλέπων τῆς ἀληθείας τὸ κάλλος
Cyr.Al.M.77.844C.